eben

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

eben (de)

  • μόλις, τώρα μόλις
    ich habe es eben gekauft - το αγόρασα τώρα μόλις