effectif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ.fɛk.tif/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό effecif effecifs
θηλυκό effecive effecives

effectif (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
effectif effectifs

effectif (fr) αρσενικό