einladen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

einladen (de)

er hat die ganze Familie eingeladen - προσκάλεσε όλη την οικογένεια