elŝuti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
elŝuti < el + ŝuti

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /elˈʃu.ti/
ρήμα elŝuti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας elŝutas elŝutanta elŝutata
αόριστος elŝutis elŝutinta elŝutita
μέλλοντας elŝutos elŝutonta elŝutota
υποθετική elŝutus - -
προστακτική elŝutu - -

elŝuti (eo)