elapse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας elapse
γ΄ ενικό ενεστώτα elapses
αόριστος elapsed
παθητική μετοχή elapsed
ενεργητική μετοχή elapsing

elapse (en) (επίσημο)