elspezo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
elspezo < → δείτε τις λέξεις el και spezo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /elˈspe.zo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική elspezo elspezoj
αιτιατική elspezon elspezojn

elspezo (eo)

Li havas grandajn ĉiutagajn elspezojn.
Έχει μεγάλα καθημερινά έξοδα.