emanet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emanet < αραβική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. οτιδήποτε εμπιστεύεται κανείς να του το φυλάξει άλλος
  2. παρακαταθήκη
  3. κρατική υπηρεσία που κάνει πληρωμές και εισπράξεις δημοσίου χρήματος