emanet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- emanet < αραβική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- οτιδήποτε εμπιστεύεται κανείς να του το φυλάξει άλλος
- παρακαταθήκη
- κρατική υπηρεσία που κάνει πληρωμές και εισπράξεις δημοσίου χρήματος