embaumement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
embaumement embaumements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

embaumement (fr) αρσενικό