empalement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
empalement empalements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

empalement (fr) αρσενικό