emphatique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.fa.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
emphatique emphatiques

emphatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό