empiètement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: empiétement
      ενικός         πληθυντικός  
empiètement empiètements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
empiètement < empietement < empiéter

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

empiètement (fr) και empiétement αρσενικό

  1. καταπάτηση
    Les empiètements donnent lieu à beaucoup de procès. Οι καταπατήσεις προξενούν πολλές δικαστικές αγωγές.
  2. εξάπλωση, φάγωμα
    L'empiètement de la mer sur les terres. Το φάγωμα της γης από τη θάλασσα.
  3. σφετερισμός, καταπάτηση
    L'empiètement du pouvoir législatif sur l'exécutif. Η καταπάτηση της εκτελεστικής εξουσίας από την νομοθετική.

Συγγενικά

[επεξεργασία]