en avoir assez

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
en avoir assez → δείτε τις λέξεις avoir και assez

Ρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

en avoir assez (fr)