en vue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
en vue → δείτε τις λέξεις en και vue

Επιρρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

en vue (fr)

  1. εν όψει, ορατός
    notre destination est en vue - ο προορισμός μας είναι εν όψει
  2. (μεταφορικά) σύγχρονος, γνωστός, σπουδαίος
    c'est un personnage très en vue de notre société
    είναι ένα πολύ σπουδαίο / γνωστό πρόσωπο της εταιρείας/κοινωνίας μας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]