enchaîner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

enchaîner (fr)

  1. αλυσοδένω
  2. ενώνω με λογική ή φυσική σειρά διάφορα στοιχεία
  3. (στο θέατρο) συνεχίζω ένα έργο μετά από μια διακοπή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]