enchainement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
enchainement enchainements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

enchainement (fr) αρσενικό

  • (ορθογραφία του 1990) → δείτε τη λέξη enchaînement

Συγγενικά

[επεξεργασία]