encombrement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
encombrement < encombrer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
encombrement encombrements

encombrement (fr) αρσενικό

  1. το γέμισμα, το φράξιμο
  2. ο σωρός, η συσσώρευση
  3. ο όγκος ενός αντικειμένου