encombrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- encombrement < encombrer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
encombrement | encombrements |
encombrement (fr) αρσενικό
- το γέμισμα, το φράξιμο
- ο σωρός, η συσσώρευση
- ο όγκος ενός αντικειμένου