endomètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
endomètre < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /;;;/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
endomètre endomètres

endomètre (fr) αρσενικό