enfermement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
enfermement enfermements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

enfermement (fr) αρσενικό