enneiger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

enneiger (fr)

Un village enneigé : ένα χιονισμένο χωριό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

neige