ennui

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ennui < ennuyer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.nɥi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ennui ennuis

ennui (fr) αρσενικό

  1. η πλήξη, η ανία
  2. η ενόχληση, ο μπελάς (λαϊκό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]