enrol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | enrol |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enrols |
αόριστος | enroled |
παθητική μετοχή | enroled |
ενεργητική μετοχή | enroling |
enrol (en) (ΗΒ) και enroll (ΗΠΑ)
- → δείτε τη λέξη enroll