entomophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
entomophage < entomo- + -phage

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃tɔmɔfaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
entomophage entomophages

entomophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό