entrañable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
entrañable | entrañables |
Επίθετο
[επεξεργασία]entrañable (es) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
entrañable | entrañables |
entrañable (es) αρσενικό ή θηλυκό