entraineur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: entraîneur
      ενικός         πληθυντικός  
entraineur entraineurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

entraineur (fr) αρσενικό (ορθογραφία του 1990)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]