equip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας equip
γ΄ ενικό ενεστώτα equips
αόριστος equipped
παθητική μετοχή equipped
ενεργητική μετοχή equipping

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
equip < γαλλική équiper < παλαιά γαλλική esquiper

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪˈkwɪp/
 

equip (en)

  1. εξοπλίζω, εφοδιάζω
  2. παρέχω