eradicate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

eradicate (en)

  1. ξεριζώνω
  2. εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνω, καταστρέφω ολοκληρωτικά
    illiteracy must be eradicated

Συνώνυμα

[επεξεργασία]