erkek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eɾˈcɛc/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

erkek (tr)

  1. άτομο αρσενικού γένους
  2. ο άνδρας, άντρας

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]