errand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

errand (en)

I must go now. I have an errand to run. - Πρέπει να φύγω τώρα. Έχω μια δουλειά να κάνω.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

errand (en)

  1. στέλνω κάποιον να μου κάνει ένα θέλημα
  2. πηγαίνω να κάνω μια δουλειά