escalier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
escalier escaliers

escalier (fr) αρσενικό

  • (συνήθως στον πληθυντικό) η σκάλα