estoutro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
estoutro < este + outro

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

estoutro (pt)

  • αυτό το τελευταίο (χρησιμοποιείται για το δεύτερο από δύο πράγματα για τα οποία μιλάμε)