estrarre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
estrarre < λατινική extràhere < ex - tràhere

estrarre (it)

  1. εκχυλίζω
  2. (σε τυχερά παιχνίδια) κληρώνω (τον τυχερό αριθμό)
  3. (τεχνολογία) αφαιρώ με μηχανικό μέσο ή με διαλύτη ένα ή περισσότερα συστατικά ενός μείγματος
  4. (μαθηματικά) εξάγω (τη ρίζα ενός αριθμού)