etesio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- etesio < λατινική etesiae < αρχαία ελληνική ἐτησίαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]etesio (it) αρσενικό (πληθυντικός etesi)
Πηγές
[επεξεργασία]- etesio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).