etmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

etmek (tr)

  1. κάνω, φτιάχνω
  2. κάνω (ισούμαι)
    İki kere beş on eder - δύο φορές το πέντε κάνει δέκα
  3. κάνω, αξίζω
  4. ...

Εκφράσεις

[επεξεργασία]