eucalipto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- eucalipto < λατινική eucalyptus < αρχαία ελληνική εὖ + καλύπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]eucalipto (it)
- (δέντρο) ο ευκάλυπτος