eviction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
eviction | evictions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]eviction (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (νομικός όρος) η έξωση
- ↪ The renters are seeking a ban on evictions.
- Οι ενοικιαστές ζητούν απαγόρευση των εξώσεων.
- ↪ The renters are seeking a ban on evictions.