exagération

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exagération < λατινική exaggeratio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛɡ.za.ʒe.ʁa.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exagération exagérations

exagération (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]