examinee

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
examinee examinees

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪɡzamɪˈniː/ & /ɛɡzamɪˈniː/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

examinee (en)