excédent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
excédent excédents

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

excédent (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη excéder