exclusivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
exclusivité exclusivités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exclusivité (fr) θηλυκό