excommunication

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

excommunication (en)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
excommunication < escomination < εκκλησιαστική λατινική excommunicatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛks.kɔ.my.ni.ka.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
excommunication excommunications

excommunication (fr) θηλυκό

  1. ο αφορισμός (από την Εκκλησία)
  2. (μεταφορικά) ο αποκλεισμός από μια ομάδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]