expiration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expiration (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛks.pi.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expiration | expirations |
expiration (fr) θηλυκό