expiration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expiration (en)

  1. η εκπνοή
  2. η λήξη


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
expiration < λατινική expiratio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛks.pi.ʁa.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
expiration expirations

expiration (fr) θηλυκό

  1. η εκπνοή
    → δείτε τη λέξη  haleine
  2. η λήξη
     συνώνυμα: échéance, fin, terme

Συγγενικά

[επεξεργασία]