explicit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪkˈsplɪsɪt,ɛk-/

Επίθετο

[επεξεργασία]

explicit (en)

  1. ρητός, σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος
  2. χυδαίος, άσεμνος, πορνογραφικός, τολμηρός, που τα δείχνει όλα και αναλυτικά - καθαρά

Αντώνυμα

[επεξεργασία]