export

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

export (en)

  1. εξαγωγή

Επίθετο

[επεξεργασία]

export (en)

  1. εξαγωγικός

export (en)

  1. εξάγω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
export, συντόμευση του exportation

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛk.spɔʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
export exports

export (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

export (ro) ουδέτερο

  1. εξαγωγή

Συγγενικά

[επεξεργασία]