exposure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
exposure exposures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exposure (en)

  1. η έκθεση
    a sunny exposure - έκθεση στον ήλιο