exposure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exposure | exposures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exposure (en)
- η έκθεση
- a sunny exposure - έκθεση στον ήλιο
ενικός | πληθυντικός |
exposure | exposures |
exposure (en)