expound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας expound
γ΄ ενικό ενεστώτα expounds
αόριστος expounded
παθητική μετοχή expounded
ενεργητική μετοχή expounding

expound (en) (επίσημο)