expropriation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expropriation (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
expropriation < exproprier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛk.spʁɔ.pʁi.ja.sj̃ɔ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
expropriation expropriations

expropriation (fr) θηλυκό