extend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας extend
γ΄ ενικό ενεστώτα extends
αόριστος extended
παθητική μετοχή extended
ενεργητική μετοχή extending

extend (en)

  1. (μεταβατικό) επιμηκύνω, μακραίνω, επεκτείνω, κάνω κάτι πιο μακρύ
    The metro line will be extended by kilometers.
    Η γραμμή του μετρό θα επιμηκυνθεί κατά χιλιόμετρα.
    They extended the wall.
    Μάκρυναν τον τοίχο.
    They extended the city limits.
    Επέκτειναν τα όρια της πόλης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lengthen
  2. (μεταβατικό) επιμηκύνω, μακραίνω, παρατείνω, κάνω κάτι διαρκεί περισσότερο
    Healthy nutrition extends one’s life.
    Η υγιεινή διατροφή επιμηκύνει τη ζωή.
    I am extending my visit.
    Μακραίνω την επίσκεψη μου.
    I extended my stay for a week.
    Παράτεινα την παραμονή μου μια βδομάδα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lengthen
  3. (μεταβατικό) επεκτείνω, κάνω μια επιχείρηση, μια ιδέα κτλ. να καλύψει περισσότερες περιοχές ή να εκμεταλλευτεί σε περισσότερα μέρη
    He decided to extend his operations.
    Αποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του.
     συνώνυμα: expand
  4. (αμετάβατο) επεκτείνω, συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι
    The strike also extended to the private sector.
    Η απεργία επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα.
  5. (αμετάβατο) απλώνομαι, εκτείνομαι, καλύπτω μια συγκεκριμένη περιοχή, απόσταση ή χρονικό διάστημα
    The parks extends to the river.
    Το πάρκο απλώνεται ως το ποτάμι.
    The beach extends many miles.
    Η παραλία εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων.
  6. (μεταβατικό) απλώνω, τεντώνω μέρος του σώματός μου, ειδικά ένα χέρι ή ένα πόδι, το απομακρύνω από το σώμα μου.
    He extended his hand to me.
    Μου άπλωσε το χέρι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reach