extinguish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας extinguish
γ΄ ενικό ενεστώτα extinguishes
αόριστος extinguished
παθητική μετοχή extinguished
ενεργητική μετοχή extinguishing

extinguish (en)

  1. σβήνω (φωτιά)
  2. καταστρέφω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
  3. κάνω κάτι να σκοτεινιάσει ή να μη φαίνεται

Συγγενικά

[επεξεργασία]