extrait

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
extrait extraits

extrait (fr) αρσενικό

  1. το χωρίο, το απόκομμα, το απόσπασμα
  2. το απόσταγμα, το εκχύλισμα