exude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | exude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exudes |
αόριστος | exuded |
παθητική μετοχή | exuded |
ενεργητική μετοχή | exuding |
Ρήμα
[επεξεργασία]exude (en)
ενεστώτας | exude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exudes |
αόριστος | exuded |
παθητική μετοχή | exuded |
ενεργητική μετοχή | exuding |
exude (en)